κροταλιστρίς

κροταλιστρίς
κροταλ-ιστρίς, ίδος, , = foreg., POxy. 475.17, 24 (ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κροταλιστρίς — κροταλιστρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κροταλιστής …   Dictionary of Greek

  • κροταλιστής — ο, θηλ. κροταλίστρια (Α κροταλιστής, θηλ. κροταλίστρια και κροταλιστρίς) [κροταλίζω] αυτός που παίζει τα κρόταλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”